- διαχώριση
- η (Α διαχώρησις) και διαχωρισμός, ο (ΑΝ)χωρισμός, διάκριση, διαστολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχωρίσῃ — διαχωρίσηι , διαχώρισις separation fem dat sg (epic) διαχωρίζω separate aor subj mid 2nd sg διαχωρίζω separate aor subj act 3rd sg διαχωρίζω separate fut ind mid 2nd sg διαχωρίζω separate aor subj mid 2nd sg διαχωρίζω separate aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
διαχωρισμός — ο (ΑΝ) η διαχώριση* … Dictionary of Greek
υποδιάζευξις — εύξεως, ἡ, Μ μερική διαχώριση, διάκριση («ἡ διὰ πασῶν συμφωνία, ἥτις καὶ ὑποδιάζευξις λέγεται βαρυτέρα», Παχυμ. Γ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διάζευξις «διάκριση, διαφοροποίηση»] … Dictionary of Greek